Με τη σκηνοθέτρια Ιόλη Ανδρεάδη συναντιόμαστε λίγες ημέρες πριν ετοιμάσει τις βαλίτσες της για τη Νέα Υόρκη.

«Φαντάζομαι το τζετ λαγκ δεν το φοβάστε πλέον» της λέω αστειευόμενη, καθώς είναι η έκτη φορά που η ίδια θα βρεθεί στο Βig Apple και στο off-off Broadway θέατρο του Μανχάταν The Tank, ούσα μάλιστα η πρώτη ελληνίδα σκηνοθέτρια που παρουσιάζει έξι σκηνοθεσίες μέσα σε έξι χρόνια στη σημαντική αυτή θεατρική μητρόπολη του κόσμου. Και προφανώς έπεται και συνέχεια…

Επιστρέφετε για έκτη συνεχόμενη χρονιά στη Νέα Υόρκη και στο σημαντικό off-off Broadway θέατρο του Μανχάταν The Tank. Πώς χτίστηκε αυτός ο δεσμός;

«Χτίστηκε μέσα στα χρόνια, στη βάση μιας αμοιβαίας εκτίμησης και μέσα από τη δουλειά μας. Εκεί εξακολουθεί να στηρίζεται. Από μέρους μου, στον θαυμασμό μου για την καλλιτεχνική διευθύντρια του θεάτρου Μέγκαν Φιν, τόσο για την αξιόλογη θεατρική της δουλειά όσο και την υποδειγματική ηγεσία της στο θέατρο αυτό, αλλά και για την ακτιβιστική της δράση επάνω στα ανθρώπινα δικαιώματα, ιδιαίτερα γνωστή στη νεοϋορκέζικη κοινότητα.

Οσο για εκείνη, γνωρίζω ότι εκτιμά, αντίστοιχα, πολύ το θέατρο που κάνουμε, για αυτό και επιθυμεί να μας εντάσσει κάθε χρόνο στο ρεπερτόριό της. Φυσικά τίποτα από όλα αυτά δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς υποστήριξη. Ο πολυετής αυτός δεσμός με το νεοϋορκέζικο θέατρο είναι ένα εγχείρημα υψηλών απαιτήσεων και είμαστε ευγνώμονες που τα τελευταία χρόνια αυτές καλύπτονται από το Κοινωφελές Ιδρυμα Γεωργίου και Βικτωρίας Καρέλια, που στηρίζει έμπρακτα την εξωστρέφεια του ελληνικού θεάτρου με αυτή τη χειρονομία.

Φέτος στους αρωγούς της προσπάθειάς μας να διατηρηθεί αυτή η πολιτιστική γέφυρα προστίθεται και ο αμερικανικός όμιλος Carnegie Hospitality του Στάθη Αντωνακόπουλου και είμαστε πολύ χαρούμενοι και για αυτό».

Πιστεύετε ότι το θέατρο που «παράγουμε» αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα θα μπορούσε να αφορά ένα παγκόσμιο κοινό;

«Πιστεύω ότι όταν ένας καλλιτέχνης εκφράζει έναν λόγο προσωπικό με την τέχνη του, η τέχνη του γίνεται αμέσως παγκόσμια. Αυτή η τέχνη, η βαθιά προσωπική, μπορεί και πρέπει να ταξιδεύει γιατί έχει συνομιλητές παντού».

«Οχημα για να επικοινωνήσεις με τον θεατή δεν είναι το να μιλάς την ίδια γλώσσα, κυριολεκτικά, αλλά να αντιλαμβάνεσαι τους ίδιους συναισθηματικούς και πνευματικούς κώδικες»

Τι παρακινεί όμως έναν Νεοϋορκέζο να παρακολουθήσει μια παράσταση στα ελληνικά με αγγλικούς υπέρτιτλους;

«Το κοινό του The Tank είναι ένα κοινό νεανικό, καλλιτεχνικό, με ζωηρή περιέργεια για το θέατρο. Το 2022, όταν κάναμε την παράσταση για τη Φιλική Εταιρεία, το κοινό παρακολουθούσε με μεγάλη προσήλωση και αγωνία την ιστορία μιας επανάστασης που συνέβη τόσο μακριά, χρονικά και γεωγραφικά. Το 2023 τα έργα που παρουσιάσαμε βασίζονταν στη ζωή της παγκόσμιας φυσιογνωμίας του Αρτό, κάτι το οποίο λειτούργησε σίγουρα ως πόλος έλξης.

Το 2024 με την παράσταση «Οικογένεια Τσέντσι» ασχοληθήκαμε, μέσω μιας ιστορίας του 16ου αιώνα, με το ζήτημα της έμφυλης ανισότητας, της βαθιάς κοινωνικής αδικίας και της κατάχρησης εξουσίας, θέματα που επίσης φάνηκε να απασχολούν πολύ τους Αμερικανούς. Αυτή τη φορά θεωρώ πως ο Ευριπίδης, όπως είχε γίνει το 2019 όταν παρουσιάσαμε εκεί τον «Ιωνα», είναι που τους παρακινεί.

Είναι αλήθεια πως υπάρχει ένα κοινό στη Νέα Υόρκη που μας παρακολουθεί σταθερά εδώ και έξι χρόνια, οπότε μπορεί χρόνο με τον χρόνο τα κίνητρα να μεταβάλλονται, γιατί αλλάζει και το περιεχόμενο των παραστάσεων που φέρνουμε, αλλά αυτό που δεν αλλάζει είναι η επιθυμία τους να δουν τη νέα μας δουλειά, και τους ευχαριστούμε για αυτό».

Πέρυσι, για τη σκηνοθεσία σας στο θεατρικό έργο «Οικογένεια Τσέντσι», το οποίο υπογράφετε μαζί με τον Αρη Ασπρούλη, είχατε δεχτεί μια εγκωμιαστική κριτική από το κορυφαίο θεατρικό site Broadway World. Τι σημαίνει για εσάς αυτή η αναγνώριση;

«Αυτή ήταν ομολογουμένως, μέσα σε μία πολύ απαιτητική χρονιά, μια σημαντική επιβράβευση, ένα χτύπημα στον ώμο, που ένας σκηνοθέτης το χρειάζεται. Η κριτική αυτή μου έδωσε δύναμη επειδή επιβεβαίωσε πως όχημα για να επικοινωνήσεις με τον θεατή δεν είναι το να μιλάς την ίδια γλώσσα κυριολεκτικά, αλλά να αντιλαμβάνεσαι τους ίδιους συναισθηματικούς και πνευματικούς κώδικες. Και τέτοιους ανθρώπους θα βρεις ανά τον κόσμο, υπάρχουν, αρκεί να είσαι ανοιχτός και τυχερός».

Γιατί επιλέξατε φέτος να παρουσιάσετε την «Ελένη» του Ευριπίδη στη Νέα Υόρκη;

«Αγαπάμε πολύ αυτή την παράσταση. Η Βασιλική Τρουφάκου πραγματοποιεί αντικειμενικά έναν άθλο επί σκηνής, ενσαρκώνοντας όλους τους ρόλους, ενώ ο Νίκος Τουλιάτος με την εμπειρία του την αφουγκράζεται και της δημιουργεί ένα μουσικό και ρυθμικό τοπίο για να πατήσει εκείνη και να πορευτεί. Και χαίρομαι που η επιστροφή μου στο αρχαίο δράμα, μετά τη διετία 2017-2019 που είχα σκηνοθετήσει τον «Ιωνα» του Ευριπίδη, γίνεται με μια τόσο καλά δεμένη ομάδα. Ολο αυτό το σκηνικό σύμπαν που γεννά η συνάντησή μας θέλουμε να το δείξουμε στους θεατές στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού».

Τι κομίζει η διασκευή που κάνατε με τον Αρη Ασπρούλη πάνω στο έργο του Ευριπίδη;

«Η διασκευή μας με τον Αρη στηρίζεται στην εξαιρετική μετάφραση της «Ελένης» από τον πατέρα μου Γιάγκο Ανδρεάδη, που αφιέρωσε μεγάλο κομμάτι της ζωής του στη μελέτη της τραγωδίας. Εμείς ενισχύσαμε την αμεσότητα στον λόγο, το μαύρο χιούμορ και την επικαιροποίηση των νοημάτων μέσα από μια εκφορά για το σώμα».

Στο σκηνοθετικό σας σημείωμα κάνετε λόγο για ένα έργο «τρομακτικά επίκαιρο και σπαρακτικό». Γιατί;

«Τρομακτικά επίκαιρο και σπαρακτικό λόγω των εστιών πολέμου που μαίνονται αυτή τη στιγμή στον πλανήτη μας, στην περιοχή της Ουκρανίας και στη Γάζα, και της τυφλότητας με την οποία αντιμετωπίζονται οι πόλεμοι από μεγάλη μερίδα κρατών. Τρομακτικά επίκαιρο και σπαρακτικό λόγω της έκρυθμης κατάστασης που υπόγεια βιώνει και η χώρα μας, περιστοιχισμένη από πολέμους, απειλές για κίνδυνο, απειλές για νέα κρίση και εσωτερικές διαμάχες. Τρομακτικά επίκαιρο και σπαρακτικό λόγω της εποχής μας, που σου απαγορεύει να δεις τι συμβαίνει, καθώς η αλήθεια κρύβεται πίσω από πέπλα ψεύδους και θορύβου από σωρούς με κατευθυνόμενες πληροφορίες».

Τελικά, όλοι οι πόλεμοι χρειάζονται πάντα «ένα πουκάμισο αδειανό», «μιαν Ελένη» – ένα «όνομα» που βαφτίζεται κίνητρο για να ξεκινήσουν;

«Και στα τρία αντιπολεμικά έργα τα οποία έχουμε διασκευάσει – «Ελένη», «Πόλεμος και ειρήνη», «Οσα παίρνει ο άνεμος» – βλέπουμε ότι ένας πόλεμος βαφτίζεται «ιερός» για να προσφέρει κίνητρα κατάλληλα ώστε να πεισθούν εκείνοι που θα πάνε να πολεμήσουν, αλλά στην ουσία είναι κάθε φορά ένα άγριο μοίρασμα μεταξύ εκείνων που κατέχουν την εξουσία. Αλλά οι άνθρωποι αυτό το καταλαβαίνουν αργά, όταν όλα πια έχουν ρημαχτεί. Γι’ αυτό γράφει ο Ευριπίδης «Νεφέλης ἄρ’ ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι;», δηλαδή «Για ένα σύννεφο μάταια αγωνιστήκαμε;»».

Γιατί πιστεύετε ότι το μυθικό πρόσωπο της Ελένης εμπνέει διαχρονικά ποιητές και ρήτορες, από τον Ομηρο, τον Στησίχορο και τον Γοργία, μέχρι τον Ρονσάρ, τον Γκαίτε, τον Σεφέρη και τον Ρίτσο;

«Εξαιτίας της ομορφιάς. Επειδή, όπως λέει ο Καζαντζάκης, «η ομορφιά δεν έχει έλεος – δεν την κοιτάζεις, αυτή σε θωρεί και δε συγχωρεί»».

INFO

«Ελένη» του Ευριπίδη. Στις 19, 20 και 21 Ιουνίου στο Τhe Tank Theater στη Νέα Υόρκη