O Μπράιαν Γουίλσον, από τις εμβληματικές προσωπικότητες όχι της αμερικανικής αλλά και της παγκόσμιας ποπ/ροκ σκηνής, πέθανε στις 11 Ιουνίου, σε ηλικία 82 ετών. Το γεγονός ότι ήταν από τους ιδρυτές των Beach Boys, δεν είναι το μείζον. Ούτε το μείζον είναι ότι το συγκρότημα έχει σημειώσει πωλήσεις άνω των 100.000.000 μονάδων παγκοσμίως. Αυτός ο πρωτοπόρος, οραματιστής και αρχιτέκτονας, αυτή η μουσική ιδιοφυία, παρέδωσε στις 16 Μαΐου 1966, το άλμπουμ «Pet Sounds», το οποίο κυκλοφόρησε από την Capitol Records. Σχεδόν εξήντα χρόνια μετά, το άλμπουμ, παραμένει αριστούργημα, έχουν γραφτεί για αυτό εκατομμύρια λέξεις. Δικαίως και του αξίζουν περισσότερες.
Pet Sounds: Μια σερφ επανάσταση γεμάτη ψυχεδέλεια
Το «Pet Sounds» έφερε επανάσταση στην παραγωγή μουσικής και στον ρόλο των παραγωγών, ειδικά μέσω του τρόπου χρήσης του στούντιο από τον Γουίλσον. Ουσιαστικά χρησιμοποίησε τις δυνατότητες του στούντιο ως όργανο και καταλύτη στην παραγωγή του άλμπουμ. Ανέδειξε την ποπ μουσική ως μορφή τέχνης, αύξησε την δημόσια εκτίμηση για τα concept άλμπουμ – αν και έχει γίνει και γίνεται κατά πόσο το «Pet Sounds», πρόκειται για concept LP – και επηρέασε είδη όπως η ορχηστρική ποπ, η ψυχεδέλεια, η soft rock/sunshine pop και η progressive rock/pop. Κομβικός και ο ρόλος του συνθεσάιζερ.
Το άλμπουμ εισήγαγε επίσης νέες τεχνικές ενορχήστρωσης, φωνές συγχορδιών και αρμονίες. Επισκιασμένο για πολύ καιρό από την σύγχρονη παραγωγή των Beatles, το «Pet Sounds» αρχικά κέρδισε περιορισμένη mainstream αναγνώριση μέχρι που οι επανεκδόσεις της δεκαετίας του 1990 αναβίωσαν την εξέχουσα θέση του, οδηγώντας σε κορυφαίες θέσεις στις λίστες με τα καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών από έντυπα όπως τα NME, το Mojo, Uncut, The Times. Από το 2003, κατατάσσεται σταθερά στη δεύτερη θέση στη λίστα με «Τα 500 Μεγαλύτερα Άλμπουμ Όλων των Εποχών» του περιοδικού Rolling Stone ενώ εισήχθη στο Εθνικό Μητρώο Ηχογραφήσεων της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου το 2004 για την πολιτιστική και καλλιτεχνική του σημασία.
Πώς γράφτηκε το «Pet Sounds»
Θεωρείται σήμερα πλέον ως «το πιο προοδευτικό ποπ άλμπουμ όλων των εποχών», ο δε Μπράιαν Γουίλσον το θεωρούσε ως σόλο άλμπουμ και απέδιδε την έμπνευσή του σε ουσίες. Επηρεασμένος από το έργο των «αντιπάλων» του, στόχευε να δημιουργήσει «το σπουδαιότερο ροκ άλμπουμ που έγινε ποτέ», ξεπερνώντας το «Rubber Soul» (1965) των Beatles και επεκτείνοντας τις καινοτομίες του «Wall of Sound» του Φιλ Σπέκτορ. Οι ενορχηστρώσεις του συνδύαζαν ποπ, τζαζ, εξωτικά, κλασικά και avant – garde στοιχεία με την ροκ ενορχήστρωση και τις πολυεπίπεδες φωνητικές αρμονίες. Βρήκε ήχους και όργανα που κανονικά δεν συνδέονται με τη ροκ, όπως γαλλικό κόρνο, φλάουτα, Electro- Theremin, μπάσο φυσαρμόνικα, κόρνες ποδηλάτου και σύνολα εγχόρδων.

DPA/SOEREN STACHE/soe/mda
Με τα πιο περίπλοκα και απαιτητικά οργανικά και φωνητικά μέρη από οποιοδήποτε άλμπουμ των Beach Boys, ήταν το πρώτο τους άλμπουμ στο οποίο μουσικοί στούντιο, όπως οι Wrecking Crew, αντικατέστησαν σε μεγάλο βαθμό το συγκρότημα στα όργανά τους. Να σημειωθεί ότι είναι η πρώτη φορά που κάποιο ποπ/ ροκ συγκρότημα είχε απομακρυνθεί από τη συνηθισμένη μορφή του μικρού συνόλου για να δημιουργήσει άλμπουμ που δεν μπορούσε να αναπαραχθεί ζωντανά. Το πρωτοφανές συνολικό κόστος παραγωγής του ξεπέρασε τα 70.000 δολάρια (ισοδύναμο με 680.000 δολάρια το 2024).
Ένας καθρέφτης του Γουίλσον
Στο «Pet Sounds» o Μπράιαν Γουίλσον εξερεύνησε ενδοσκοπικά θέματα όπως στο «You Still Believe in Me», που αφορά την αυτογνωσία των προσωπικών ελαττωμάτων, στο «I Know There’s an Answer», κριτική της κουλτούρας του LSD και το «I Just Wasn’t Made for These Times », που αναφέρεται στην κοινωνική αποξένωση. Το κύριο single «Caroline, No» κυκλοφόρησε ως το επίσημο σόλο ντεμπούτο του Wilson, ακολουθούμενο από τα «Sloop John B» και «Wouldn’t It Be Nice» του συγκροτήματος (B-side «God Only Knows»). Το άλμπουμ δεν είχε θερμή υποδοχή από τους κριτικούς, αλλά έφτασε στο νούμερο 10 στα άλμπουμ του Billboard. Στο Ηνωμένο Βασίλειο έφθασε στο νο.2 παραμένοντας στα δέκα κορυφαία για έξι μήνες.
Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ο Μπράιαν Γουίλσον είναι αναμφισβήτητα ο σπουδαιότερος Αμερικανός συνθέτης ποπ μουσικής στην εποχή της ροκ. Ως ιδρυτής των Beach Boys, η σύνθεση των τραγουδιών του αποτύπωσε την αθωότητα και την αναταραχή που διαδραματίζονταν για όσους ενηλικιώνονταν τη δεκαετία του 1960, μεταβαίνοντας γρήγορα από την ανέμελη διασκέδαση των πρώτων τραγουδιών του για αυτοκίνητα, σέρφινγκ και εφηβικό έρωτα στην περίπλοκη αυτοκριτική όπως αυτή εκδηλώθηκε με το αριστούργημά του, «Pet Sounds».
Σόλο προσπάθειες όπως το ομώνυμο άλμπουμ του 1988 και η συνεργασία του με τον Βαν Ντάικ Παρκς το 1995 στο «Orange Crate Art», έδειξαν ότι ο Γουίλσον είχε ακόμα ένα χάρισμα στη σύνθεση τραγουδιών, αλλά η κληρονομιά του παρέμεινε καθορισμένη από τους Beach Boys .
Παράλληλα με τα projects που επικεντρώνονταν σε νέο υλικό, ο Wilson επέστρεφε συχνά στις προηγούμενες συνθέσεις του στους Beach Boys, ξεκινώντας περιοδείες όπου έπαιζε κυρίως επιλογές από τα «SMiLE» και «Pet Sounds» και επανεξετάζοντας μερικά από τα πιο αγαπημένα του κομμάτια με τη μορφή σόλο ορχηστρικών κομματιών για πιάνο, όπως στο άλμπουμ του «At My Piano» του 2021.
Οι περιπέτειες ενός πρωτοπόρου
Ο Γουίλσον γεννήθηκε το 1942 και μεγάλωσε στο Χόθορν της Καλιφόρνιας. Ίδρυσε τους Beach Boys το 1961 μαζί με τους δύο μικρότερους αδελφούς του, τον ξάδερφό του Μάικ Λαβ, και τον συμμαθητή του Άλαν Τζάρντιν. Ως ο κύριος τραγουδοποιός του συγκροτήματος, ο Γουίλσον συνδύασε την ροκ χροιά του Τσακ Μπέρι με τις αρμονίες των Four Freshmen πριν επεκτείνει τη μουσική του φαντασία στα τέλη της δεκαετίας του ’60, κατά την οποία πειραματίστηκε με νέες δομές σύνθεσης τραγουδιών και τεχνικές παραγωγής. Μετά το 1967, παρέδωσε τα ηνία του συγκροτήματος στον μικρότερο αδελφό του Καρλ.
Παράλληλα είχε να αντιμετωπίσει τους προσωπικούς του δαίμονες. Μετά από μια μακρά περίοδο εθισμού στα ναρκωτικά, ψυχικής ασθένειας και γενικής απομόνωσης κυκλοφόρησε το πρώτο του σόλο άλμπουμ το 1988. Παρά το πολλά υποσχόμενο κύριο single «Love and Mercy», η εμπορική επιτυχία αποδείχθηκε άπιαστη. Κατά ειρωνικό τρόπο, οι Beach Boys είχαν ηχογραφήσει το δικό τους άλμπουμ επιστροφής περίπου την ίδια εποχή και κατέληξαν στην κορυφή των charts με το «Kokomo». Προσπάθησε να βρει τα πατήματά του με ένα δεύτερο σόλο άλμπουμ, το «Sweet Insanity», το οποίο δεν κυκλοφόρησε, ποτέ επισήμως. Στο τέταρτο του σόλο άλμπουμ «Gettin’ In over My Head» (Ιούνιος 2004, Rhino Records), πολλά από τα τραγούδια τους είναι αναδιατυπωμένες εκδοχές κομματιών που ηχογραφήθηκαν για το «Sweet Insanity».
Η αναγέννηση στα 90s
Η δεκαετία του 1990 σηματοδότησε μια δημιουργική αναγέννηση και μια αποδοχή της τεράστιας επιρροής του. Ξεκίνησε με μια επανένωση. Ηχογράφησε το συνεργατικό άλμπουμ «Orange Crate Art», το οποίο περιελάβανε τη σύνθεση τραγουδιών του Παρκς και τα φωνητικά του Γουίλσον.
Την ίδια χρονιά, ο Γουίλσον αποτέλεσε το θέμα ενός ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, με τίτλο «I Just Wasn’t Made for These Times», για το οποίο ηχογράφησε επίσης ένα πλήρες soundtrack. Το «Imagination» (1998) το οποίο περιελάβανε αρκετές αναδρομές στις πλούσιες παραγωγές του στους Beach Boys της δεκαετίας του 1960, δεν κατάφερε να προσελκύσει ένα ευρύ εμπορικό κοινό.
Τα μεγαλειώδη live
Κατά τη διάρκεια των Beach Boys, ο Γουίλσον συχνά έμενε σπίτι – ή στο στούντιο – ενώ τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος ξεκινούσαν περιοδείες. Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν άρχισε να περιοδεύει ως σόλο καλλιτέχνης (συχνά συνοδευόμενος από μια μεγάλη μπάντα) και κυκλοφόρησε δύο live άλμπουμ. Ητοι: «Live at the Roxy Theatre» (2000) και «Pet Sounds Live» (2002). Ετοίμασε επίσης ένα άλμπουμ στούντιο, το «Gettin’ in Over My Head», που κυκλοφόρησε το 2004. Επισκιάστηκε εν μέρει από το επόμενο έργο του Γουίλσον: την προετοιμασία του θρυλικού δίσκου των Beach Boys, «SMiLE», για το… ζωντανό ντεμπούτο του, καθώς και την πραγματοποίηση νέων ηχογραφήσεων στούντιο των τραγουδιών του.

REUTERS/Jim Ruymen/File Photo
Έκανε το ντεμπούτο του νέου «SMiLE» («Brian Wilson Presents Smile») στο Royal Festival Hall στο Λονδίνο στις 20 Φεβρουαρίου 2004 και το ηχογράφησε στο στούντιο τον Απρίλιο του ίδιου έτους. Τόσο η ζωντανή όσο και η στούντιο έκδοση κέρδισαν ενθουσιώδεις κριτικές, ωθώντας τον Wilson να ξεκινήσει μια πλήρη παγκόσμια περιοδεία για την υποστήριξη του βραβευμένου με Grammy άλμπουμ. Ακολούθησε η «εποχιακή» προσπάθεια «What I Really Want for Christmas» τον Οκτώβριο του 2005.
Ο Wilson άρχισε να προετοιμάζει ένα άλλο θεματικό έργο αφότου του ανατέθηκε από το Southbank Centre του Λονδίνου για να βοηθήσει στην έναρξη της σεζόν του χώρου το 2007. Το αποτέλεσμα ήταν το «That Lucky Old Sun», concept άλμπουμ βασισμένο στο Great American Songbook και με τη συμμετοχή της μπάντας του SMiLE , καθώς και του Βαν Ντάικ Παρκς.
Το «That Lucky Old Sun» έκανε πρεμιέρα στο Royal Festival Hall τον Σεπτέμβριο του 2007 και κυκλοφόρησε ως άλμπουμ στούντιο αργότερα την ίδια χρονιά. Ο Wilson επέστρεψε στο στούντιο δύο χρόνια αργότερα, αυτή τη φορά για να βάλει τη δική του σφραγίδα σε μια σειρά από διασκευές του George Gershwin. Το «Brian Wilson Reimagines Gershwin» κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 2010. Ένα χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε το «In the Key of Disney» το οποίο περιείχε έντεκα κλασικά τραγούδια της Disney.
Η επανένωση με τους Beach Boys
Το 2012, ο Γουίλσον επανενώθηκε επίσημα με τους Beach Boys (και τα τέσσερα εναπομείναντα μέλη της κλασικής σύνθεσης είχαν συνεισφέρει σε ένα κομμάτι από το άλμπουμ του Αλ Τζάρντιν του 2011, «Postcard from California»). Το συγκρότημα περιόδευσε και ηχογράφησε κατά το πρώτο εξάμηνο του 2012 και τον Ιούνιο του ίδιου έτους κυκλοφόρησαν το «That’so Why God Made the Radio», το πρώτο τους πρωτότυπο άλμπουμ με τον Γουίλσον μετά από περισσότερα από 15 χρόνια. Το άλμπουμ έκανε ντεμπούτο στο νούμερο τρία στα charts του Billboard και κέρδισε θετικές κριτικές.
Μέχρι το 2014, ο Γουίλσον άρχισε να ηχογραφεί ξανά ως σόλο καλλιτέχνης, με τραγούδια που είχε γράψει αρχικά για ένα άλμπουμ των Beach Boys. «Στρατολόγησε» guest stars για την επιχείρηση. Αποτέλεσμα ήταν το άλμπουμ του 2015, με τον τίτλο «No Pier Pressure».

REUTERS/Mario Anzuoni/
Για τα 50 χρόνια από την κυκλοφορία του «Pet Sounds» ο Γουίλσον ξεκίνησε παγκόσμια περιοδεία. Εκείνο το καλοκαίρι κυκλοφόρησε επίσης ένα νέο live άλμπουμ και DVD από την περιοδεία «No Pier Pressure» με τον τίτλο «Brian Wilson and Friends». Καθώς η περιοδεία έφτασε στο τέλος της το 2017, ο Γουίλσον κυκλοφόρησε επίσης μια συλλογή που κάλυπτε την 30χρονη σόλο καριέρα του, το «Playback: The Brian Wilson Anthology» που περιείχε επιλογές από και τους εννέα σόλο δίσκους του, μαζί με δύο ακυκλοφόρητα κομμάτια, τα «Run James Run» και «Some Sweet Day».
Μετά από μια σχετικά ήσυχη περίοδο, το ντοκιμαντέρ με τίτλο «Brian Wilson: Long Promised Road» έκανε το ντεμπούτο του στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Tribeca τον Ιούνιο του 2021. Τον ίδιο μήνα κυκλοφόρησε επίσης το «At My Piano» (συλλογή από soft, σόλο ερμηνείες για πιάνο μερικών από των διάσημων συνθέσεών του). Η σύζυγος του Γουίλσον, Melinda Kae Ledbetter, πέθανε τον Ιανουάριο του 2024. Μετά τον θάνατό της, η οικογένεια του Γουίλσον αποκάλυψε ότι (ο ίδιος) είχε διαγνωστεί με νευρογνωστική διαταραχή παρόμοια με την άνοια. Καθώς η κατάστασή του επιδεινωνόταν, η μάνατζερ Λι Αν Χαρντ και η υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων Τζιν Σίβερς ονομάστηκαν οι κηδεμόνες του, καθώς οι φίλοι και η οικογένειά του φρόντιζαν τη σωματική και ψυχική του υγεία.
Ο μουσικός κόσμος αποχαιρετά τον Γουίλσον
Η ζωή του Μπράιαν Γουίλσον, εκτός μουσικής ήταν αντιστρόφως ανάλογη με την επιτυχία που γνώρισε. Ο μουσικός διαγνώστηκε με παρανοϊκή σχιζοφρένεια το 1984, σύμφωνα με το Forbes, όταν οι γιατροί βρήκαν στοιχεία ότι η χρήση ψυχεδελικών ναρκωτικών είχε ενδεχομένως βλάψει τον εγκέφαλό του. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να γίνει «λαμπερό φως», όπως τον χαρακτήρισε ο σερ Πολ ΜακΚάρτνεϊ, μετά την ανακοίνωσή του θανάτου του. Τον χαρακτήρισε επίσης μουσική ιδιοφυία, συμπληρώνοντας ότι «είχε αυτή τη μυστηριώδη αίσθηση μουσικής ιδιοφυΐας που έκανε τα τραγούδια του τόσο οδυνηρά ξεχωριστά (…) Τον αγαπούσα και είχα το προνόμιο να βρίσκομαι κοντά στο λαμπερό του φως για λίγο (…) Οι νότες που άκουγε στο κεφάλι του και μας τις μετέφερε ήταν απλές και ταυτόχρονα λαμπρές. Πώς θα συνεχίσουμε χωρίς τον Μπράιαν Γουίλσον, “Μόνο ο Θεός ξέρει”. Ευχαριστώ, Μπράιαν», έγραψε ο Σερ Πολ, ο οποίος είχε μια φιλική αντιπαλότητα με τον Γουίλσον τη δεκαετία του 1960.

REUTERS/Mario Anzuoni
Μιλώντας στην εκπομπή Today του BBC Radio 4, ο Αλ Τζάρντιν επίσης μέλος του συγκροτήματος, δήλωσε: «Ήταν ένας ταπεινός μουσικός γίγαντας και η τεράστια μουσική του διάνοια ήταν εμφανής από πολύ νωρίς. Ταυτόχρονα, δεν χρειαζόταν ούτε ήθελε προσοχή, ενδιαφερόταν μόνο να δημιουργεί την καλύτερη δυνατή μουσική. Ένας πραγματικός κύριος, μια πραγματική μουσική διάνοια, που δίδαξε στον κόσμο πώς να χαμογελάει».
Ο Μπομπ Ντίλαν σημείωσε : «Άκουσα τα θλιβερά νέα για τον Μπράιαν σήμερα και σκέφτηκα όλα τα χρόνια που τον άκουγα και θαύμαζα την ιδιοφυΐα του. Αναπαύσου εν ειρήνη αγαπητέ Μπράιαν».
Ο Σερ Έλτον Τζον τον περιέγραψε ως έναν «αληθινό γίγαντα» που είχε τη «μεγαλύτερη επιρροή» στη σύνθεση των τραγουδιών του (…) Ήταν μια μουσική ιδιοφυΐα και επαναστάτης. Άλλαξε τους στόχους όσον αφορά τη συγγραφή τραγουδιών και διαμόρφωσε τη μουσική για πάντα.»
Ο Ρότζερ Ντάλτρι των The Who δήλωσε στο BBC News: «Ο Μπράιαν κατάφερε να γράψει τραγούδια που πήγαιναν τη μουσική στα βασίλεια του ουρανού. Οι αρμονίες και οι μελωδίες του περιέχουν πάντα τόση χαρά. Και ήταν τόσο υπέροχος τύπος».
Η τραγουδοποιός Κάρολ Κινγκ περιέγραψε τον Γουίλσον ως «φίλο μου και αδερφό μου στη σύνθεση τραγουδιών», προσθέτοντας: «Στον κόσμο θα λείψει ο Μπράιαν, αλλά είμαστε τόσο τυχεροί που έχουμε τη μουσική του».
Ο Τζον Κέιλ των Velvet Underground είπε: «Για μένα, ο Μπράιαν Γουίλσον δεν ήταν απλώς μια μουσική surf, αλλά μια αληθινή μουσική ιδιοφυΐα που μοχθούσε να συνδυάσει την POP με εκπληκτική κομψότητα. Θα μας λείψει πολύ». Ο κιθαρίστας των Rolling Stones, Ρόνι Γουντ, δήλωσε ότι «ο κόσμος του είναι σε πένθος», καθώς σημείωσε ότι και οι δύο, ο Σλάι Στόουν και ο Γουίλσον, πέθαναν αυτή την εβδομάδα. Ο Τζιν Σίμονς των Kiss περιέγραψε τον Γουίλσον ως «οραματιστή», προσθέτοντας: «Σε ευχαριστώ για μια ζωή γεμάτη υπέροχες μελωδίες που διήρκεσαν δεκαετίες».
Η κόρη του Φρανκ Σινάτρα, Νάνσι, έγραψε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης : «Η αγαπημένη του μουσική θα ζει για πάντα καθώς ταξιδεύει στο Σύμπαν και πέρα από αυτό. Ο Θεός να σε ευλογεί, γλυκέ μου Μπράιαν».
Ο Μίκι Ντόλεντζ, το τελευταίο εν ζωή μέλος του συγκροτήματος Monkees, έγραψε για τον θάνατο του Γουίλσον: «Οι μελωδίες του διαμόρφωσαν μια γενιά, οι αρμονίες του άλλαξαν το παιχνίδι και η ψυχή του ήταν έκδηλη σε κάθε νότα».